φιλαλληλία

φιλαλληλία
φιλ-αλληλία, , gegenseitige Liebe

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλαλληλία — φιλαλληλίᾱ , φιλαλληλία mutual love fem nom/voc/acc dual φιλαλληλίᾱ , φιλαλληλία mutual love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλληλίᾳ — φιλαλληλίᾱͅ , φιλαλληλία mutual love fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλληλία — η, ΝΜΑ [φιλάλληλος] η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός …   Dictionary of Greek

  • φιλαλληλία — η 1. η αγάπη για τον πλησίον, το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, ο αλτρουισμός. 2. η αυτοθυσία, η έλλειψη φιλαυτίας, η αυταπάρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαλληλίας — φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία mutual love fem acc pl φιλαλληλίᾱς , φιλαλληλία mutual love fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαλληλίαν — φιλαλληλίᾱν , φιλαλληλία mutual love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] …   Dictionary of Greek

  • συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… …   Dictionary of Greek

  • αλτρουισμός — ο (λ. λατιν.), η φιλαλληλία, η χωρίς υστεροβουλία αγάπη για το συνάνθρωπο: Ο όρος αλτρουισμός καθιερώθηκε από το Γάλλο φιλόσοφο Oγκ. Κοντ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”